τετράφωνος

τετράφωνος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές ή με ήχο τεσσάρων οργάνων
2. φρ. α) «τετράφωνη συγχορδία»
μουσ. η συνήχηση τεσσάρων φθόγγων τού θεμελίου, τού μέσου, τής κορυφής και σε επανάληψη τού θεμελίου κατά μία ογδόη υψηλότερα
β) «τετράφωνη σύνθεση»
μουσ. έργο για τέσσερεις φωνές ή τέσσερα όργανα, όπως λ.χ. το κουαρτέτο εγχόρδων ή οι συνθέσεις για την τυπική μικτή χορωδία σοπράνο, άλτο, τενόρο, μπάσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Σ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετράφωνος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στην τετραφωνία. 2. αυτός που εκτελείται με τέσσερις φωνές: Τετράφωνη χορωδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • ДИМИТРИЙ ЛОТ ХИОССКИЙ — [Ϫημήτριος Λῶτος ὁ Χῖος] (ок. 1733 после 1811), протопсалт Смирнской митрополии (1768 1788), мелург и кодикограф. Происходил с о ва Хиос. Выполненные Д. Л. Х. с высоким художественным вкусом рукописи отражают певч. традицию Смирны (совр. Измир,… …   Православная энциклопедия

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραφωνία — η, Ν μουσ. α) χορωδιακή, κυρίως, σύνθεση για τέσσερεις φωνές, τετραωδία β) η εκτέλεση μιας τέτοιας σύνθεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • τετραφωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερεις φωνές ή αυτός που εκτελείται με τέσσερεις φωνές 2. φρ. «τετραφωνικός ήχος» (ακουστ.) ήχος, κυρίως μουσικός, που εγγράφεται και αναπαράγεται από τέσσερεις οδούς και ο οποίος αποτελεί μορφή στερεοφωνικού ήχου.… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ГЕОРГИЙ ПАНАРЕТ — [греч. Γεώργιος Πανάρετος], визант. мелург. Согласно Г. Пападопулосу, Г. П. сын и ученик мелурга Панарета Патзады Прасина. Впервые его имя встречается в Пападики 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458). В Пападики 1 й пол. XV в. (Philoth. 122) он назван …   Православная энциклопедия

  • ГЕОРГИЙ РЕДЕСТСКИЙ — [греч. Γεώργιος Ραιδεστινός] (1 я пол. XVII в.), греч. мелург. Происходил из г. Родосто (ныне Текирдаг, Турция, см. Редест). Ученик еп. Мелхиседека Редестского. Лампадарий (ок. 1616 ок. 1629), а затем протопсалт (ок. 1629 1638) Великой ц. в К… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”